- τραβάω
- τραβάω / τραβώ, τράβηξα βλ. πίν. 66
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τραβώ — τραβάω / τραβώ, τράβηξα βλ. πίν. 66 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… … Dictionary of Greek
παρατεντώνω — τεντώνω ή απλώνω κάτι υπερβολικά, τό τραβάω ώστε να μεγαλώσει πολύ το μήκος του ή η επιφάνειά του … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek
παρασέρνω — παρασέρνω, παρέσυρα (σπάν. παράσυρα) βλ. πίν. 204 Σημειώσεις: παρασέρνω : απαντάται σπάνια σε σχέση με το παρασύρω, κυρίως με την έννοια → παίρνω ή τραβάω με δύναμη προς κάποια κατεύθυνση. (... ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής